- πανδημί
- πανδημείwith the whole peopleindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пандемия — [дэ] A сущ см. Приложение II (эпидемия, охватывающая целую область, страну или ряд стран) Сведения о происхождении слова: Слово заимствовано русским языком из западноевропейских языков, ср. французское pandémie, немецкое Pandemíe, оба с ударением … Словарь ударений русского языка
πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek